- υδατογενής
- -ές, Νφρ. «υδατογενή πετρώματα»(πετρογρ.) πετρώματα που σχηματίστηκαν μέσα σε συγκεντρώσεις υδάτων με καθίζηση ουσιών που αιωρούνται ή είναι διαλυμένες μέσα σ' αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatogenous (< ύδωρ, ύδατος + -γενής < γένος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
Dictionary of Greek. 2013.